- προσεμβῆναι
- προσεμβαίνωstep uponaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεμβαίνω — Α [ἐμβαίνω] 1. πατώ πάνω σε κάτι, ποδοπατώ, καταπατώ επιπροσθέτως 2. εισέρχομαι κάπου («εἰ προσεμβαίνει τις εἰς θερμόν αὐτό, ὠφελεῑ», Διοσκ.) 3. μτφ. χλευάζω, προσβάλλω επιπροσθέτως («οὐ γὰρ θανόντι καὶ προσεμβῆναί με χρή», Σοφ.) … Dictionary of Greek